Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τό δεύτερο σπίτι

  • 1 μετά

    (μετ;
    μεθ') 1. πρόθ. I με γεν. с, вместе с;

    μετά των φίλων του — вместе со своими друзьями;

    μετ' εμού со мной;
    μεθ' υμών с вами;

    μετά μεγάλης πειστικότητας — с большой убедительностью;

    μετά προσοχής — внимательно, осторожно;

    μετά βίας — с большим трудом;

    μετά χαράς — с радостью, охотно;

    II με αιτιατ.
    1) (при обознач, времени, иногда в сочетании с οπό) после; спустя; через;

    μετά τό μάθημα — после урока, после занятий;

    μετά μεσημβρίαν — после полудня;

    μετά (από) τα μεσάνυχτα — после полуночи;

    μετά τό γεύμα — после обеда;

    μετά τό τέλος της εργασίας — после работы;

    μετ' ολίγον спусти некоторое время, вскоре, скоро;

    μετά πολύν καιρό — спустя долгое время;

    μετά δύο μήνες — через два месяца;

    μετά έν έτος — через год;

    μετά θάνατον — посмертно;

    2) (при обознач, места, иногда в сочетании с από) после; позади, за;

    τό δεύτερο σπίτι μετά το γωνιαίο — второй дом от угла;

    η Γλυφάδα είναι μετά (από) το Καλαμάκι — Галифада находится за Каламаки;

    3) (при перечислении, для выражения последовательности):

    ο είς μετά τον άλλον — один за другим;

    μετά τον αδελφόν μου — после моего брата;

    μετά από μένα — а) дольше меня; — б) после меня;

    μετά από μένα πήρε το λόγο... — после меня взял слово...;

    μεθ' б после чего;

    μετά ταύτα — вслед за этим; — после этого;

    4) уст. (в сочетании с местоименным прилагательным όλος) несмотря на;
    μεθ' όλας τάς προσπάθειας несмотря на все старания; μεθ' όλα ταύτα а) несмотря на всё это; б) после всего, что случилось, после всего этого;

    § μετά τιμής — с уважением (формула письма);

    μεθ' όρκου под присягой;

    μόλις και μετά βίας — с большим трудом, еле-еле;

    2. εηίρρ.
    1) после, потом;

    μετά πού θα πας; — потом куда ты пойдёшь?;

    2) после, дальше (о месте);

    τό σπίτι μου είναι μετά — мой дом немного дальше;

    3) (в восклиц. предлож.) после этого;

    τί τού λες μετά! — после этого ну что ты ему скажешь!;

    μετά, έχε τον φίλο! — и это называется друг!, после этого дружи с ним!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μετά

См. также в других словарях:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»